- συναλλαγματογράφος
- ὁ, Ασυμβολαιογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάλλαγμα, -άγματος + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
συναλλαγματογραφία — ἡ, Α [συναλλαγματογράφος] η σύνταξη συμβολαίων … Dictionary of Greek